- άζευτος
- η , ο1) см. άζευκτος 1; 2) которого невозможно запрячь, норовистый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άζευτος — η, ο [ζεύω] 1. αυτός που δεν ζεύχθηκε, που δεν τέθηκε κάτω από ζυγό ή δεν είναι επιδεκτικός ζεύξεως, άγριος, ατίθασος 2. (για άλογα) ελευθερωμένος από ζυγό, ξέζευτος, ξεζεμένος 3. (για χωράφια) αζευγάριστος, ανόργωτος … Dictionary of Greek
άζευτος — η, ο 1. (κυρίως για ζώα), αυτός που δε μπήκε στο ζυγό (στο αλέτρι, το κάρο κτλ.): Το μουλάρι ήταν ακόμη άζευτο. 2. αυτός που δε ζεύτηκε (συνδέθηκε) με γέφυρα: Το ποτάμι στο μέρος εκείνο ήταν άζευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άζευκτος — η, ο (AM ἄζευκτος, ον) 1. αυτός που δεν μπήκε σε ζυγό, άζευτος 2. που δεν συζεύχθηκε, άγαμος νεοελλ. (για ποταμούς, πορθμούς κ.λπ.) αυτός που δεν ζεύχθηκε, δεν ενώθηκε με γέφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζευκτός < ζεύγνυμι] … Dictionary of Greek